- προανήγγειλε
- προανήγγειλε , πρό-ἀναγγέλλωcarry back tidings ofaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
βαχαϊσμός ή βεχαϊσμός — Θρησκευτική κίνηση που εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αι. στην Αραβία, με σκοπό να αναμορφώσει την ισλαμική θρησκεία. Αρχηγός της ήταν ο Μπαχά Αλλάχ (Μιρζά Χουσαΐν Άλι Νούρι Μπαχά Αλλάχ), που ισχυριζόταν ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού, αυτός… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Γκανς, Αμπέλ — (Αbel Gance, Παρίσι 1889 – 1981). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ο Γ., που ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και τη συγγραφή θεατρικών κειμένων (μερικά έργα του παίχτηκαν από τη Σάρα Μπερνάρ στην Κομεντί Φρανσέζ), ασχολήθηκε από το 1909 με… … Dictionary of Greek
Ιωήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Από μερικές ενδείξεις του βιβλίου που του αποδίδεται φαίνεται ότι καταγόταν από την Ιουδαία και έδρασε στην Ιερουσαλήμ. Στο μικρό αυτό βιβλίο ο προφήτης, χρησιμοποιώντας ως αφορμή την εμφάνιση χιλιάδων ακρίδων σε συνδυασμό με τη… … Dictionary of Greek